- καυχήσεως
- похвалыхвастовства καυχήσεωσ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
καυχήσεως — καυχήσεω̆ς , καύχησις boasting fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Minuscule 330 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 330 … Wikipedia
ακαυχησία — και ακαυχησιά, η (Μ ἀκαυχησία) [καύχησις] η έλλειψη καυχήσεως, η ταπεινοφροσύνη … Dictionary of Greek
ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… … Dictionary of Greek